-
1 κατ-έδω
-
2 κατεδω
эп. κατεσθίω (fut. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι)1) съедать, пожирать(φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.)
2) проедать, истреблять(οἶκον, κτῆσιν Hom.)
3) перен. снедать, глодать, терзатьὃν θυμὸν κατέδων Hom. — терзаясь душой
-
3 κατέδω
A = κατεσθίω, eat up, devour,μυίας αἵ ῥά τε φῶτας.. κατέδουσιν Il.19.31
;εὐλαὶ.. φῶτας ἀρηϊφάτους κ. 24.415
: metaph., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κ., eat up house, goods, etc., Od.2.237, 19.159, 534; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.6.202:— later in Pass..ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Arist.Fr. 145
.—For [tense] fut. κατέδομαι and other tenses, v. κατεσθίω. -
4 κατέδω
κατ-έδω, von Würmern; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren; übertr. von den Traurigen, ὃν ϑυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend
См. также в других словарях:
κατέδω — (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω («μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας... κατέδουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φθείρω, καταστρέφω (α. «κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος», Ομ. Οδ. β. «ὃν θυμὸν κατέδων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἔδω «τρώγω»] … Dictionary of Greek